- ρασοφόρος
- ος , ον 1. носящий рясу, являющийся священником;2. (ο ) священник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρασοφόρος — ο(ν) Ν 1. εκείνος που φοράει ράσο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο τής δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν… … Dictionary of Greek
ρασοφόρος — ο αυτός που φορεί ράσο, κληρικός ή καλόγηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ρασοφορώ — έω, Ν φορώ ράσο, είμαι ρασοφόρος, κληρικός ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρασοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
ряса — I ряса I шнур, бахрома , ряска бахрома , рясный крупный, частый, обильный , зап., южн., псковск., перм. (Даль), укр. ряса колос , рясний густой, пышный , рясиця складка , др. русск. ряса украшение, кольцо (Дан. Зат.), болг. реса пучок волос,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Degrees of Eastern Orthodox monasticism — Part of a series on Eastern Christianity … Wikipedia
Рясофор — (греч. ρασοφόρος носящий рясу), инок, «рясофорный монах», «рясофорный послушник» монах низшей степени пострига (т. н. «пострижение в рясофор»), готовящийся к принятию малой схимы. При пострижении в рясофоры монах получает новое… … Википедия
Рясофорный инок — Рясофор (греч. ρασοφόρος носящий рясу), инок, «рясофорный монах», «рясофорный послушник» монах низшей степени пострига (т. н. «пострижение в рясофор»), готовящийся к принятию малой схимы. При пострижении в рясофоры монах получает новое имя, но не … Википедия
μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί … Dictionary of Greek
μελανοφόρος — και μελανηφόρος, ον (ΑM, Μ και μελαμφόρος, ον) αυτός που φορά μαύρα ενδύματα μσν. το αρσ. ως ουσ. ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φόρος*] … Dictionary of Greek
μελενδύτης — μελενδύτης, ὁ (Μ) ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας + ἐνδύτης (πρβλ. ρακ ενδύτης)] … Dictionary of Greek